ακυμάτιστος

ακυμάτιστος
-η, -ο
αυτός που δεν κυματίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κυματιστός < κυματίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακυμάτιστος — ακυμάτιστος, η, ο και ακύματος, η, ο ο χωρίς κύματα, ο ήρεμος: Η θάλασσα τη μέρα εκείνη ήταν εντελώς ακυμάτιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”